- κουρσευτής
- οαυτός που λεηλατεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρσευτής — ο [κουρσεύω (Ι)] αυτός που κουρσεύει, πειρατής, κουρσάρος … Dictionary of Greek
παρονομασία — η 1. σχήμα λόγου, όπου η μερική μεταβολή στη μορφή της λέξης μας δίνει άλλη σημασία: Να μουν κλέφτης για να κλέψω, κουρσευτής για να κουρσέψω (δημ. τραγ.). 2. παιχνίδι με ομόηχες λέξεις διάφορης σημασίας. 3. παρανόμι, παρατσούκλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)